laborear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

laborear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/laboˈɾeaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "laborear" σημαίνει "να εργάζεσαι" ή "να δουλεύεις". Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με εργασία που απαιτεί σωματική ή πνευματική προσπάθεια. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα Ισπανικά και εμφανίζεται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Ωστόσο, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο σε σχέση με τον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Es importante laborar con dedicación para lograr nuestros objetivos."
  2. "Είναι σημαντικό να εργαζόμαστε με αφοσίωση για να πετύχουμε τους στόχους μας."

  3. "Ellos laboran en la construcción de un nuevo edificio."

  4. "Αυτοί εργάζονται στην κατασκευή ενός νέου κτηρίου."

  5. "La gente labora en la finca desde el amanecer."

  6. "Οι άνθρωποι εργάζονται στη φάρμα από το ξημέρωμα."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "laborear" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδέεται με κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την εργασία και την προσπάθεια.

  1. "Laborear sin descanso."
  2. "Να εργάζεσαι χωρίς ξεκούραση."

  3. "Laborear la tierra."

  4. "Να δουλεύεις τη γη."

  5. "Laborear para el futuro."

  6. "Να εργάζεσαι για το μέλλον."

  7. "Laborear codo con codo."

  8. "Να εργάζεσαι χέρι-χέρι (μαζί με κάποιον)."

  9. "Siempre hay que laborar con pasión."

  10. "Πάντα πρέπει να εργάζεσαι με πάθος."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "laborear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laborare", η οποία σημαίνει "εργάζομαι" ή "εργασία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Trabajar (εργάζομαι) - Laborar (εργάζομαι, δουλεύω)

Αντώνυμα: - Descansar (ξεκουράζομαι) - Ocuparse (ασχολούμαι, αλλά με μια μη ενεργή έννοια)



23-07-2024