Ρήμα
/laboˈɾeaɾ/
Η λέξη "laborear" σημαίνει "να εργάζεσαι" ή "να δουλεύεις". Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με εργασία που απαιτεί σωματική ή πνευματική προσπάθεια. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα Ισπανικά και εμφανίζεται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Ωστόσο, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο σε σχέση με τον προφορικό λόγο.
"Είναι σημαντικό να εργαζόμαστε με αφοσίωση για να πετύχουμε τους στόχους μας."
"Ellos laboran en la construcción de un nuevo edificio."
"Αυτοί εργάζονται στην κατασκευή ενός νέου κτηρίου."
"La gente labora en la finca desde el amanecer."
Η λέξη "laborear" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδέεται με κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την εργασία και την προσπάθεια.
"Να εργάζεσαι χωρίς ξεκούραση."
"Laborear la tierra."
"Να δουλεύεις τη γη."
"Laborear para el futuro."
"Να εργάζεσαι για το μέλλον."
"Laborear codo con codo."
"Να εργάζεσαι χέρι-χέρι (μαζί με κάποιον)."
"Siempre hay que laborar con pasión."
Η λέξη "laborear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laborare", η οποία σημαίνει "εργάζομαι" ή "εργασία".
Συνώνυμα: - Trabajar (εργάζομαι) - Laborar (εργάζομαι, δουλεύω)
Αντώνυμα: - Descansar (ξεκουράζομαι) - Ocuparse (ασχολούμαι, αλλά με μια μη ενεργή έννοια)