Επίθετο
/laboˈɾjoso/
Η λέξη "laborioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που απαιτεί πολύ χρόνο, προσπάθεια, ή σκληρή εργασία. Στη γλώσσα των Ισπανών, οι συζητήσεις γύρω από εργασία, οικονομία και καθημερινές δραστηριότητες περιλαμβάνουν συχνά αυτόν τον όρο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί λίγο περισσότερο σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε εργασία ή διαδικασίες που απαιτούν έντονη προσπάθεια.
Este proyecto es muy laborioso y necesita más tiempo.
(Αυτό το έργο είναι πολύ εργώδες και χρειάζεται περισσότερο χρόνο.)
Los trabajos laboriosos suelen ser los más gratificantes.
(Οι κοπιαστικές εργασίες συνήθως είναι οι πιο ικανοποιητικές.)
Ella siempre elige tareas laboriosas porque le gusta el desafío.
(Αυτή πάντα επιλέγει κοπιαστικές εργασίες γιατί της αρέσει η πρόκληση.)
Η λέξη "laborioso" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν την έννοια της σκληρής δουλειάς:
Trabajar de manera laboriosa es la clave del éxito.
(Η εργασία με εργώδη τρόπο είναι το κλειδί για την επιτυχία.)
La vida es laboriosa, pero cada esfuerzo vale la pena.
(Η ζωή είναι εργώδης, αλλά κάθε προσπάθεια αξίζει τον κόπο.)
Los caminos laboriosos llevan a grandes conquistas.
(Οι εργώδεις δρόμοι οδηγούν σε μεγάλες κατακτήσεις.)
Η λέξη "laborioso" προέρχεται από το λατινικό "laboriosus", το οποίο σημαίνει "εργώδης" ή "επίπονος". Το επίθετο συνδέεται άμεσα με τη ρίζα "labor", που σημαίνει "εργασία".
esforzado (καταβλητικός)
Αντώνυμα: