Επίθετο (adjetivo)
/ˈlabɾaβle/
Η λέξη "labrable" χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, σε τεχνικά και γεωργικά πλαίσια. Δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή προφορική ομιλία, καθώς ανήκει σε πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο.
Ο καλλιεργήσιμος χώρος είναι ουσιώδης για τη βιώσιμη γεωργία.
Muchas hectáreas de tierra labrable fueron afectadas por la sequía.
Πολλές εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης επηρεάστηκαν από την ξηρασία.
La calidad del suelo labrable influye en el rendimiento de los cultivos.
Δεν είναι συνηθισμένο να βρίσκεται η λέξη "labrable" σε μεγάλη γκάμα ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο γεωργικών ή τεχνικών θεμάτων.
Η λέξη "labrable" προέρχεται από το ρήμα "labrar" που σημαίνει "καλλιεργώ" ή "εργάζομαι τη γη". Το επίθετο "labrable" χαρακτηρίζει την ιδιότητα του να μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει ή να δουλέψει τη γη.
Συνώνυμα: - Cultivable (καλλιεργήσιμος) - Arable (καλλιεργήσιμος)
Αντίθετα: - Estéril (άγονος) - Inutilizable (μη χρησιμοποιήσιμος)