Η λέξη "laca" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "laca" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈlaka/
Η λέξη "laca" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "λάκα" ή "πολτώδης επίστρωση".
Στα ισπανικά, "laca" αναφέρεται κυρίως σε: 1. Ένα υλικό ή ένα προϊόν που χρησιμοποιείται για την επίστρωση και την προστασία επιφανειών, όπως είναι ο ξύλος ή το μέταλλο, παρέχοντας γυαλάδα. 2. Ειδικά, αναφέρεται και σε αέρα ή σπρέι που χρησιμοποιείται για το styling των μαλλιών.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον καθημερινό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με την οικιακή διακόσμηση, την τέχνη και τη μόδα.
"La laca le da brillo a la madera."
(Η λάκα δίνει γυαλάδα στο ξύλο.)
"Ella usa laca para fijar su peinado."
(Αυτή χρησιμοποιεί λάκα για να σταθεροποιήσει το χτένισμά της.)
Η λέξη "laca" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρήση της.
"Lluvia de laca."
(Βροχή από λάκα - αναφέρεται σε μεγάλη χρήση λάκας σε μια διαδικασία ή με πολλούς ανθρώπους να τη χρησιμοποιούν.)
"Capa de laca."
(Στρώση λάκας - χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα λεπτό στρώμα λάκας που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιφάνειες.)
"Laca de uñas."
(Λάκα νυχιών - αναφέρεται στο μανικιούρ και τη διαδικασία βαφής των νυχιών.)
Η λέξη "laca" προέρχεται από το αραβικό "مِـلَاكَة" (milāka), που σημαίνει "χρωστική" ή "υλικό βάφης".
"esmalte" (βερνίκι)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "laca".