Η λέξη lacio χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι αδύνατος, αδύναμος ή χωρίς σφρίγος. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάτι που λείπει από ακαμψία ή δύναμη. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται με αρκετή συχνότητα και είναι πιο συνήθης στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα.
La hierba está lacia debido a la falta de sol.
(Το γρασίδι είναι λυγισμένο λόγω της έλλειψης ήλιου.)
El perro se ve lacio porque no ha comido.
(Ο σκύλος φαίνεται αδύνατος γιατί δεν έχει φάει.)
Η λέξη lacio δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις.
No hay que dejarse llevar porque la vida está lacia.
(Δεν πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί γιατί η ζωή είναι αβέβαιη.)
Después del verano, los jardines quedan lacios y necesitan cuidado.
(Μετά το καλοκαίρι, οι κήποι μένουν αμελείς και χρειάζονται φροντίδα.)
Η λέξη lacio προέρχεται από το λατινικό "laxius", που σημαίνει "χαλαρός" ή "χαλαρώσει". Συνδυάζει την έννοια του να είναι κανείς αδύνατος με την έννοια της έλλειψης σφρίγος ή στήριξης.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη lacio και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.