Η λέξη "lacra" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lacra" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈlakɾa/.
Η λέξη "lacra" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί κακό ή ζημία, ή σε μια αρνητική χαρακτηριστική που σχετίζεται με την κοινωνία ή τον άνθρωπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει βλάβες (π.χ., κοινωνικές ή ηθικές) που πλήττουν μια κοινότητα ή μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και τείνει να παρατηρείται περισσότερο σε πολιτικά ή κοινωνιολογικά κείμενα.
La lacra de la violencia afecta a toda la sociedad.
Το στίγμα της βίας πλήττει ολόκληρη την κοινωνία.
No podemos ignorar la lacra de la corrupción en nuestro país.
Δε μπορούμε να αγνοήσουμε το στίγμα της διαφθοράς στη χώρα μας.
La lacra del racismo sigue presente en muchas comunidades.
Το στίγμα του ρατσισμού παραμένει παρόν σε πολλές κοινότητες.
Η λέξη "lacra" δεν αποτελεί συνήθως μέρος οικίων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που επισημαίνουν κοινωνικά ζητήματα:
"La lacra social que todos ignoramos."
Το κοινωνικό στίγμα που όλοι αγνοούμε.
"Luchar contra la lacra de la pobreza es una prioridad."
Η πάλη κατά του στίγματος της φτώχειας είναι προτεραιότητα.
"No podemos permitir que la lacra de la violencia continúe."
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συνεχιστεί το στίγμα της βίας.
"La educación es clave para erradicar la lacra del analfabetismo."
Η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την εξάλειψη του στίγματος του αναλφαβητισμού.
Η λέξη "lacra" προέρχεται από τα λατινικά "lacra" που σημαίνει "λάβη" ή "ατέλεια". Η ρίζα της λέξης είναι συνδεδεμένη με την έννοια του ελλείμματος ή του κακού.