Η λέξη "lactante" είναι ουσιαστικό και επίσης χρησιμοποιείται ως επίθετο.
[lakˈtante]
Η λέξη "lactante" αναφέρεται σε ένα βρέφος που θηλάζει ή σε οποιοδήποτε παιδί που είναι σε περίοδο θηλασμού. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής και της υγειονομικής προνοίας, καθώς και στην καθημερινή ζωή για να περιγράψει την κατάσταση του βρέφους που λαμβάνει γάλα από τη μητέρα του.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε ιατρικά ή διατροφικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικά έγγραφα και πιστοποιητικά υγείας.
"El lactante necesita ser alimentado cada pocas horas."
«Το θηλάζον βρέφος χρειάζεται να τρώει κάθε λίγες ώρες.»
"Es importante que el lactante reciba todos los nutrientes necesarios."
«Είναι σημαντικό το θηλάζον βρέφος να λαμβάνει όλες τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες.»
"La madre decidió continuar con la lactancia hasta que el lactante cumpla un año."
«Η μητέρα αποφάσισε να συνεχίσει τον θηλασμό μέχρι να γίνει το βρέφος ενός έτους.»
Η λέξη "lactante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με το θηλασμό και τη φροντίδα του βρέφους:
"Un lactante feliz es un lactante bien alimentado."
«Ένα χαρούμενο θηλάζον βρέφος είναι ένα βρέφος που τρέφεται καλά.»
"Cuidado con las alergias al introducir alimentos al lactante."
«Προσοχή στις αλλεργίες όταν εισάγετε τρόφιμα στο θηλάζον βρέφος.»
"El vínculo entre la madre y el lactante se fortalece durante la lactancia."
«Ο δεσμός μεταξύ της μητέρας και του θηλάζοντος βρέφους ενδυναμώνεται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.»
Η λέξη "lactante" προέρχεται από το λατινικό "lactans", το οποίο είναι το συμμετοχικό (gerund) του ρήματος "lacere", που σημαίνει "να θηλάζει" ή "γάλα". Συνδέεται ευθέως με την έννοια του θηλασμού.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "lactante" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.