Η λέξη "ladeo" είναι ρήμα. Συγκεκριμένα, είναι ο τύπος του ρήματος "ladear" που σημαίνει "να λυγίζω" ή "να στρίβω".
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /laˈðe.o/
Η λέξη "ladeo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την δράση του λυγίσματος ή της κίνησης προς τα πλάγια. Είναι μια λέξη που μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα επίπεδα γραφής, και από την καθημερινή ομιλία έως και πιο τεχνικές περιγραφές. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, αλλά δεν είναι αποκλειστική για αυτόν τον τομέα.
"Όταν φυσάει ο άνεμος, λυγίζω το πλοίο για να αποφύγω να ανατραπεί."
"Ella siempre ladea la cabeza cuando está confundida."
Η λέξη "ladeo" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα ώστε να περιγράψει καταστάσεις όπου επίκειται κάποια στροφή ή αλλαγή κατεύθυνσης.
Ιδιωματικές προτάσεις: 1. "Ladeando hacia la derecha, se asegura de no perder el camino." - "Λυγίζοντας προς τα δεξιά, διασφαλίζει ότι δεν θα χάσει τον δρόμο."
"Αν δεν λυγίσεις τις προσδοκίες σου, μπορεί να νιώσεις απογοητευμένος."
"En la vida, a veces hay que ladeo a los obstáculos."
Η λέξη "ladeo" προέρχεται από το ρήμα "ladear", που συνδυάζει την ρίζα "lad-" (πλευρά) με το "-ear", ένα κοινό επίθημα στα ισπανικά που υποδηλώνει την πραγματοποίηση της δράσης.
Συνώνυμα: - inclinar (να κλίνω) - torcer (να στραβώνω)
Αντώνυμα: - enderezar (να ισιώνω) - erguir (να σηκώσω)