Η λέξη "ladera" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [laˈdeɾa]
Η λέξη "ladera" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πλευρά ενός βουνού ή ενός λόφου, όπου η γη κλίνει προς μία κατεύθυνση. Είναι ένα κοινό όρος στη γεωγραφία και τη φυσιολογία για να περιγράψει το ανάγλυφο. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μικρές αποκλίσεις στη συχνότητα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή όταν αναφέρεται σε τοπία, δραστηριότητες υπαίθρου ή χωρική γεωγραφία.
La ladera de la montaña estaba cubierta de árboles.
(Η πλαγιά του βουνού ήταν καλυμμένη με δέντρα.)
Durante la caminata, encontramos una hermosa ladera llena de flores.
(Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας, βρήκαμε μια όμορφη πλαγιά γεμάτη λουλούδια.)
Los cimentadores están trabajando en la ladera para estabilizar el terreno.
(Οι εργάτες κάνουν εργασίες στην πλαγιά για να σταθεροποιήσουν το έδαφος.)
Η λέξη "ladera" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε ορισμένες φράσεις που αναφέρονται στο φυσικό περιβάλλον ή σε μεταφορικές σημασίες.
Estar en la ladera de un cambio significa que debes adaptarte rápidamente.
(Να είσαι στην πλαγιά μιας αλλαγής σημαίνει ότι πρέπει να προσαρμοστείς γρήγορα.)
La vida a veces se siente como una ladera empinada, llena de desafíos.
(Η ζωή μερικές φορές φαίνεται σαν μια απότομη πλαγιά, γεμάτη προκλήσεις.)
Η λέξη "ladera" προέρχεται από το Ισπανικό "lado" (πλευρά) και είναι ενδεχόμενο να έχει τις ρίζες της στο Λατινικό "latus, lateris" που σημαίνει πλευρά ή πλευρική επιφάνεια.
Αυτή είναι η ανάλυση των χαρακτηριστικών και της χρήσης της λέξης "ladera" στην Ισπανική γλώσσα.