Ladino είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/laˈðino/
Η λέξη "ladino" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, κυρίως των Ισπανών Εβραίων που εκδιώχθηκαν από την Ιβηρική Χερσόνησο και οι οποίοι διατήρησαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται και για να περιγράψει άτομα που είναι έξυπνα ή πονηρά. Η χρήση της μπορεί να εμφανίζεται και στις κοινότητες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως στις χώρες όπως η Γουατεμάλα.
Στην καθημερινή χρήση, η λέξη "ladino" μπορεί να εμφανιστεί περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να ακουστεί και σε προφορικές συνομιλίες, ειδικά σε πολιτιστικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
Los ladinos de América Latina han mantenido su cultura viva.
(Οι Λαδίνοι της Λατινικής Αμερικής έχουν διατηρήσει ζωντανή τη κουλτούρα τους.)
Ella es una mujer muy ladina y sabe esconder sus verdaderas intenciones.
(Είναι μια πολύ πονηρή γυναίκα και ξέρει να κρύβει τις αληθινές της προθέσεις.)
Ser más ladino que un zorro.
(Να είσαι πιο πονηρός από μια αλεπού.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ έξυπνος ή πονηρός.
Hacer un ladino.
(Να κάνεις τον πονηρό.)
Αυτό αναφέρεται σε κάποιον που κάνει μια στρατηγική ή πονηρή κίνηση για να πετύχει το στόχο του.
Ladino en la cocina.
(Πονηρός στην κουζίνα.)
Αναφέρεται σε κάποιον που ξέρει καλά να μαγειρεύει ή μπορεί να βρει λύσεις σε προβλήματα στην κουζίνα.
Η λέξη "ladino" προέρχεται από την ισπανική λέξη "ladino," η οποία αρχικά αναφερόταν σε άτομα που μίλησαν γλώσσες άλλες από την κλασική ιβηρική, προσεκλάμβαναν τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των αυτόχθονων λαών της Αμερικής.
Συνώνυμα:
- Ingenioso (έξυπνος)
- Astuto (πνευματώδης)
Αντώνυμα:
- Ingenuo (αφελής)
- Sincero (ειλικρινής)