Ladrar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [laˈðɾaɾ]
Η λέξη ladrar χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει τον ήχο που παράγουν οι σκύλοι, δηλαδή το γαύγισμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές μορφές, ειδικά σε λογοτεχνία ή περιγραφές.
Συχνότητα χρήσης: Είναι σχετικά κοινή, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με ζώα.
El perro comienza a ladrar cuando alguien se acerca a la casa.
(Ο σκύλος αρχίζει να γαυγίζει όταν κάποιος πλησιάζει το σπίτι.)
No puedo dormir por el ladrido constante del perro del vecino.
(Δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω του συνεχούς γαυγίσματος του σκύλου του γείτονα.)
Los perros ladran para comunicarse entre sí.
(Οι σκύλοι γαυγίζουν για να επικοινωνούν μεταξύ τους.)
Η λέξη ladrar χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ladrar no muerde.
(Το γαυγίζω δεν δαγκώνει.)
Αυτή η έκφραση δηλώνει ότι οι απειλές ή οι φωνές δεν είναι επικίνδυνες.
El perro que ladra no caza.
(Ο σκύλος που γαυγίζει δεν κυνηγά.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι οι άνθρωποι που φωνάζουν για κάτι συχνά δεν το κάνουν στην πράξη.
No ladrar sin motivo.
(Μην γαυγίζεις χωρίς λόγο.)
Αυτή η φράση προειδοποιεί να μην παραπονιόμαστε ή να μην κάνουμε fuss χωρίς σοβαρό λόγο.
Η λέξη προέρχεται από τη Λατινική λέξη latrāre, που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Aullar (ουρλιάζω - για λύκους) - Grunir (γκρίνια)
Αντώνυμα:
- Silenciar (σιωπηλώ)
- Callar (κλείνω το στόμα)