ladrillo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ladrillo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "ladrillo" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /laˈðɾi.ʎo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και χρήση

Η λέξη "ladrillo" αναφέρεται σε ένα μικρό ορθογώνιο κομμάτι από πηλό ή άλλη υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τοίχων και άλλων δομικών έργων. Χρησιμοποιείται συχνά στην αρχιτεκτονική και τις οικοδομικές εργασίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Los ladrillos son esenciales para la construcción de casas."
  2. "Τα τούβλα είναι απαραίτητα για την οικοδόμηση σπιτιών."

  3. "Compré un palé de ladrillos para mi proyecto de jardín."

  4. "Αγόρασα μια παλέτα τούβλων για το πρότζεκτ του κήπου μου."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ladrillo" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Echar un ladrillo"
  2. Σημαίνει να πετάξει κάποιος μια μπάλα ή να δημιουργήσει μια κακή κατάσταση.
  3. "No debes echar un ladrillo en una conversación seria."
  4. "Δεν πρέπει να πετάς μια μπάλα σε μια σοβαρή συζήτηση."

  5. "Ladrillo en el zapato"

  6. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι ασυνήθιστα δύσκολο ή ενοχλητικό.
  7. "Es como un ladrillo en el zapato, no puedo soportarlo más."
  8. "Είναι σαν ένα τούβλο στο παπούτσι, δεν μπορώ να το αντέξω άλλο."

  9. "Hacer ladrillo"

  10. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος κάνει κάτι άσχημο ή δυσάρεστο.
  11. "No hagas ladrillo en el trabajo, por favor."
  12. "Μην κάνεις κάτι άσχημο στη δουλειά, σε παρακαλώ."

Ετυμολογία

Η λέξη "ladrillo" προέρχεται από το λατινικό "latericulum", που σημαίνει "μικρό τούβλο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024