Η λέξη "lago" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lago" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: [ˈlaɣo]
Η λέξη "lago" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "λίμνη".
Η λέξη "lago" αναφέρεται σε ένα φυσικό ή τεχνητό σώμα νερού που είναι περιχαρακωμένο, συνήθως μεγαλύτερο από μια λίμνη (που μπορεί να είναι μικρότερη). Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικά τοπία και γεωγραφικές περιοχές. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, με περισσότερη παρουσία σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη γεωγραφία και το περιβάλλον παρά στον προφορικό λόγο.
El lago está rodeado de montañas.
(Η λίμνη είναι περιτριγυρισμένη από βουνά.)
Los turistas disfrutan de paseos en bote en el lago.
(Οι τουρίστες απολαμβάνουν βόλτες με βάρκα στη λίμνη.)
En verano, muchas familias van a hacer picnics junto al lago.
(Το καλοκαίρι, πολλές οικογένειες πηγαίνουν για πικνίκ δίπλα στη λίμνη.)
Η λέξη "lago" δεν είναι συνήθως μέλος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν κάποιες συνδυαστικές φράσεις που ενδέχεται να χρησιμοποιούνται:
Ella llora tanto que podría llenar un lago de lágrimas.
(Κλαίει τόσο πολύ που θα μπορούσε να γεμίσει μια λίμνη δακρύων.)
"Lago de fuego"
(Λίμνη φωτιάς) - Μπορεί να αναφέρεται σε μια επικίνδυνη ή καυτή κατάσταση.
Estar en un lago de fuego implica situaciones difíciles.
(Να είσαι σε μια λίμνη φωτιάς σημαίνει να βρίσκεσαι σε δύσκολες καταστάσεις.)
"Como un lago en calma"
(Όπως μια ήρεμη λίμνη) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ήρεμη κατάσταση ή κάποιον που είναι ήρεμος.
Η λέξη "lago" προέρχεται από το Λατινικό "lacus", που σημαίνει "λίμνη".
Συνώνυμα:
- estanque (λιμνούλα)
- charca (λιμνούλα ή μικρή λίμνη)
Αντώνυμα:
- desierto (έρημος)
- montaña (βουνό) (με την έννοια ότι είναι μια στεγνή περιοχή)