Η λέξη "lágrima" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): [ˈlaɡɾima]
Η λέξη "lágrima" αναφέρεται σε σταγόνες υγρού που παράγονται από τους δακρυϊκούς αδένες και εκρέουν από τα μάτια, συνήθως κατά τη διάρκεια συναισθημάτων όπως η θλίψη, η ευτυχία ή ο πόνος.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, και είναι κοινή στην καθημερινή γλώσσα.
"Αυτή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα κατά τη διάρκεια της ταινίας."
"Las lágrimas de alegría son las mejores."
"Τα δάκρυα της χαράς είναι τα καλύτερα."
"Una lágrima rodó por su mejilla."
Η λέξη "lágrima" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Μετάφραση: "Δάκρυα κροκοδείλου"
"Echar lágrimas"
Μετάφραση: "Ρίχνω δάκρυα"
"No hay lágrimas que valgan"
Μετάφραση: "Δεν υπάρχουν δάκρυα που να αξίζουν"
"Derramar lágrimas"
Μετάφραση: "Χύνω δάκρυα"
"Llorar lágrimas de sangre"
Η λέξη "lágrima" προέρχεται από τα Λατινικά "lacrima", που έχει την ίδια σημασία. Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το γεγονός ότι τα δάκρυα προέρχονται από το υγρό που εκκρίνεται από τα μάτια.
Συνώνυμα: - lágrima (δάκρυ) - llanto (κλάμα)
Αντώνυμα: - risa (γέλιο) - alegría (χαρά)