Η λέξη "lagrimal" είναι επίθετο και ονομάζεται συμπληρωματική μορφή όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/laɡɾiˈmal/
Η λέξη "lagrimal" αναφέρεται στους αδένες, τους πόρους ή άλλες δομές που σχετίζονται με την παραγωγή, τη μεταφορά ή την αποθήκευση των δακρύων. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον τομέα της ιατρικής και της ανατομίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα.
La glándula lagrimal produce lágrimas.
(Ο δακρυϊκός αδένας παράγει δάκρυα.)
Las patologías lagrimales pueden causar sequedad ocular.
(Οι παθήσεις που σχετίζονται με τα δάκρυα μπορεί να προκαλέσουν ξηρότητα στα μάτια.)
Es importante cuidar la salud lagrimal.
(Είναι σημαντικό να φροντίζουμε την υγεία των δακρύων.)
Συχνά, η λέξη "lagrimal" χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την κατάσταση των δακρύων ή των βλεφάρων.
Tener los ojos lagrimales.
(Να έχεις τα μάτια δακρύβρεχτα.)
Αυτή η φράση αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία τα μάτια είναι γεμάτα δάκρυα.
Llanto lagrimal.
(Δάκρυα από το κλάμα.)
Αναφέρεται στο είδος των δακρύων που προκύπτουν αυτούσιες από το κλάμα ή τον πόνο.
Sistema lagrimal sano.
(Υγιές δακρυϊκό σύστημα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καλή λειτουργία των δακρυϊκών αδένων και δομών.
Η λέξη "lagrimal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lacrimalis", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το "lacrima" που σημαίνει "δάκρυ".
Συνώνυμα: - Dacrimal (σχετικό στο ιατρικό περιβάλλον)
Αντώνυμα: - Xerótico (αναφέρεται στην ξηρότητα των δακρύων ή των οφθαλμών)