Laico είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈlaiko/
Η λέξη laico αναφέρεται σε κάτι που είναι ανεξάρτητο από θρησκευτικές δοξασίες ή επιρροές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κοσμικότητα στη δημόσια ζωή και σε θεσμούς, καθώς και για την εκπαίδευση που δεν επηρεάζεται από θρησκευτικές αρχές. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή στα γραπτά και προφορικά κείμενα, συνδέεται συνήθως με τη διάκριση μεταξύ θρησκευτικών και κοσμικών ζητημάτων.
Η κοσμική εκπαίδευση είναι θεμελιώδης σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία.
Es importante tener un estado laico para garantizar la libertad de culto.
Η λέξη laico χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε σχέση με τη διάκριση της θρησκείας από τον δημόσιο βίο.
Σε έναν κοσμικό κράτος, όλες οι πεποιθήσεις γίνονται σεβαστές.
La educación laica fomenta el pensamiento crítico en los estudiantes.
Η κοσμική εκπαίδευση προάγει την κριτική σκέψη στους μαθητές.
Un sistema laico permite la coexistencia de diversas religiones.
Ένα κοσμικό σύστημα επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφόρων θρησκειών.
La separación iglesia-estado es un principio laico esencial.
Η λέξη laico προέρχεται από το ελληνικό "λαϊκός" (laïkós), το οποίο αναφέρεται σε αυτό που σχετίζεται με τον λαό. Στα Λατινικά, η λέξη όπου προέρχεται είναι "laicus".
Συνώνυμα: - κοσμικός - λαϊκός
Αντώνυμα: - θρησκευτικός - εκκλησιαστικός
Με αυτές τις πληροφορίες ελπίζω να καλύφθηκαν όλες οι ανάγκες σας σχετικά με τη λέξη «laico».