Το "lamentarse" είναι ρήμα.
[la.menˈtaɾ.se]
Η λέξη "lamentarse" σημαίνει να εκφράζεις τη λύπη ή τη δυσαρέσκεια σου για κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να παραπονιέσαι ή να θρηνείς για μια κατάσταση, γεγονός ή απώλεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό καθώς και στον γραπτό λόγο.
Me lamento por la pérdida de mi amigo.
(Παραπονιέμαι για την απώλεια του φίλου μου.)
Siempre se lamenta de su mala suerte.
(Πάντα παραπονιέται για την κακή του τύχη.)
No vale la pena lamentarse por lo que no se puede cambiar.
(Δεν αξίζει να παραπονιέσαι για ό,τι δεν μπορείς να αλλάξεις.)
Η λέξη "lamentarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
No te lamentes por el pasado.
(Μην παραπονιέσαι για το παρελθόν.)
Lamentarse no resolverá el problema.
(Η θλίψη δεν θα λύσει το πρόβλημα.)
A veces hay que lamentarse, pero también hay que superarlo.
(Κάποιες φορές πρέπει να παραπονιέσαι, αλλά πρέπει επίσης να το ξεπεράσεις.)
Es fácil lamentarse en tiempos difíciles.
(Είναι εύκολο να παραπονιέσαι σε δύσκολες στιγμές.)
No se trata de lamentarse, sino de actuar.
(Δεν πρόκειται για το να παραπονιέσαι, αλλά για το να ενεργείς.)
Η λέξη "lamentarse" προέρχεται από το λατινικό "lamentari", που σημαίνει "να θρηνείς" ή "να εκφράζεις λύπη".
Συνώνυμα: - quejarse (παραπονιέμαι) - llorar (κλαίω) - plañir (θρηνώ)
Αντώνυμα: - alegrarse (χαίρομαι) - celebrar (γιορτάζω) - disfrutar (απολαμβάνω)