Η λέξη "lámina" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˈlamina/
Η λέξη "lámina" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα λεπτό φύλλο ή επιφάνεια, όπως ένα φύλλο χαρτιού, ή σε επιφάνειες σε πολυτεχνικές εφαρμογές και γεωγραφικές μελέτες. Στη γλώσσα των τεχνών, αναφέρεται επίσης σε διάφορα είδη πλαστικών ή μεταλλικών φύλλων που χρησιμοποιούνται σε κατασκευές.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο. Ωστόσο, μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε εκπαιδευτικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
La lámina de metal es muy delgada.
(Το μέταλλο φύλλο είναι πολύ λεπτό.)
Necesitamos una lámina grande para el proyecto.
(Χρειαζόμαστε ένα μεγάλο φύλλο για το έργο.)
La lámina topográfica muestra elevaciones del terreno.
(Η τοπογραφική κάτοψη δείχνει τις ανυψώσεις του εδάφους.)
Η λέξη "lámina" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και έχει αρκετές εφαρμογές στον προφορικό και γραπτό λόγο:
Siempre le sacan una lámina del accidente que tuvo.
(Πάντα του παρουσιάζουν μια λεπτομέρεια για το ατύχημα που είχε.)
Tener una lámina sobre alguien.
(Έχω πληροφορίες ή δεδομένα για κάποιον.)
Ella tiene una lámina sobre todos los estudiantes en la clase.
(Αυτή έχει πληροφορίες για όλους τους μαθητές στην τάξη.)
Una lámina de conocimiento.
(Μια διεξοδική γνώση ή εκπαίδευση για ένα θέμα.)
Η λέξη "lámina" προέρχεται από την Λατινική λέξη "lamina", που σημαίνει φύλλο ή επίπεδο.