Η λέξη "laminación" είναι ουσιαστικό το οποίο ανήκει στο γένος (Genus) θηλυκό.
Φωνητική μεταγραφή:
[laminación] = /lamaˈnaˈθjon/
Μετάφραση:
Ελληνικά: λαμινάρισμα
Ελληνικά: λαμινάριο
Ελληνικά: λεπτό φύλλο
Σημασία:
Η λέξη "laminación" στα Ισπανικά αναφέρεται στην διαδικασία και το αποτέλεσμα του σχηματισμού λεπτών φύλλων μετάλλου, πλαστικού ή άλλου υλικού με τη χρήση πιέσης. Χρησιμοποιείται στον πολυτεχνικό τομέα και στη γενική γλώσσα, αν και λιγότερο συχνά στην καθημερινή ομιλία.
Παραδειγματικές προτάσεις:
El proceso de laminación se utiliza para fabricar láminas de acero. (Η διαδικασία της λαμινάρισης χρησιμοποιείται για την παραγωγή φύλλων ατσαλιού.)
La empresa invirtió en nueva maquinaria para mejorar el proceso de laminación. (Η εταιρεία επένδυσε σε νέα μηχανήματα για τη βελτίωση της διαδικασίας της λαμινάρισης.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
"Está todo laminado": Η έκφραση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι κάτι έχει αποτριγωθεί ή συμπιεστεί σε επίπεδη μορφή.
"Hablando en cristiano, laminado": Σε αυτήν την περίπτωση, η λέξη "laminado" μπορεί να χρησιμοποιείται με σημασία συμπιέσεως, αφού αναφέρεται στο μετατροπή κάτι σε πιο επίπεδη μορφή.
Ετυμολογία:
Η λέξη "laminación" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "laminar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "lamina" που σημαίνει "λεπτό φύλλο".