Η λέξη "laminado" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "laminado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /la.miˈna.ðo/
Η λέξη "laminado" προέρχεται από το ρήμα "laminar", που σημαίνει να στρώσεις ή να επικαλύψεις κάτι με μια λεπτή στρώση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει υλικά που έχουν περαστεί από μία διαδικασία επικάλυψης ή στρώσης, όπως οι λαμιναρισμένες επιφάνειες. Στη γλώσσα των υλικών και της κατασκευής, η χρήση του "laminado" είναι κοινή και μπορεί να αναφέρεται σε έπιπλα, ξύλο ή άλλες επιφάνειες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, καθώς χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα. Στον προφορικό λόγο, εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με τη δομή και την κατασκευή προϊόντων.
"El mueble está hecho de un material laminado."
Μετάφραση: "Η επίπλωση είναι φτιαγμένη από ένα λαμιναρισμένο υλικό."
"El laminado de la madera protege contra la humedad."
Μετάφραση: "Η λαμιναρισμένη ξυλεία προστατεύει από την υγρασία."
"Los paneles laminados son más duraderos que los paneles tradicionales."
Μετάφραση: "Οι λαμιναρισμένες πλάκες είναι πιο ανθεκτικές από τις παραδοσιακές πλάκες."
Η λέξη "laminado" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικούς τομείς. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
"El diseño laminado añade un toque moderno a la decoración."
Μετάφραση: "Ο λαμιναρισμένος σχεδιασμός προσθέτει μία σύγχρονη πινελιά στη διακόσμηση."
"El proceso de laminado asegura una superficie uniforme."
Μετάφραση: "Η διαδικασία λαμινάρισμα εξασφαλίζει μία ομοιόμορφη επιφάνεια."
"La técnica de laminado se usa en la fabricación de muebles."
Μετάφραση: "Η τεχνική του λαμινάρισμα χρησιμοποιείται στην κατασκευή επίπλων."
Η λέξη "laminado" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "laminar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "lamina", που σημαίνει "λεπτό φύλλο" ή "στρώση". Αυτή η εξέλιξη υποδηλώνει την ιδέα της επικάλυψης και της στρώσης.
"cubierto" (καλυμμένο)
Αντώνυμα: