Το «laminar» είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /laˈminar/
Η λέξη «laminar» χρησιμοποιείται κυρίως στο επιστημονικό και τεχνικό πεδίο για να περιγράψει κάτι που παρουσιάζει ομαλή και διαταγμένη ροή, όπως είναι η «laminar flow» (ομαλή ροή), που αναφέρεται σε ροή υγρού ή αερίου χωρίς αναταραχές. Στη γλώσσα των υλικών και της μηχανικής, σημαίνει επίσης ότι οι στρώσεις είναι διαχωρισμένες ή η μία πάνω στην άλλη.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικό και τεχνικό πλαίσιο, καθώς σπανίως συναντάται στον προφορικό λόγο ή στην καθημερινή συνομιλία.
Σε ομαλή ροή, τα μόρια κινούνται σε διαταγμένα στρώματα.
La investigación se centró en las propiedades de superficies laminares.
Η λέξη «laminar» δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά επιστημονικά συμφραζόμενα, όπως:
Ο σχεδιασμός του καναλιού ήταν ιδανικός για να δημιουργήσει ομαλή ροή.
En la práctica, el flujo laminar se observa en condiciones de baja velocidad.
Στην πράξη, η ομαλή ροή παρατηρείται σε συνθήκες χαμηλής ταχύτητας.
La eficacia del sistema depende del mantenimiento de un flujo laminar.
Η λέξη «laminar» προέρχεται από τη λατινική λέξη "lamina", που σημαίνει «φύλλο» ή «στρώμα». Αυτή η προέλευση αναδεικνύει την έννοια του «στρώματος».
Συνώνυμα: - Estratificado (στρωματοποιημένος) - Suave (ομαλός)
Αντώνυμα: - Turbulento (ταραγμένος) - Caótico (χαοτικός)