Η λέξη "lancha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lancha" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: /ˈlant͡ʃa/
Η λέξη "lancha" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - σκάφος - βάρκα - πλοίο (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Η "lancha" αναφέρεται συνήθως σε έναν τύπο σκάφους ή βάρκας, που χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά ανθρώπων ή αγαθών κατά μήκος ποταμών ή ωκεανών. Η χρήση της επηρεάζεται από το περιβάλλον, και είναι πιο συνηθισμένη στα παράλια ή σε πλωτά ποτάμια. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιοχές με θαλάσσιες ή ποτάμιες δραστηριότητες.
«Ο ψαράς μπήκε στη βάρκα για να βγει να ψαρέψει.»
"La lancha rápida puede alcanzar grandes velocidades en el agua."
Η λέξη "lancha" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Μετάφραση: «Είμαστε στην ίδια βάρκα.» (Σημαίνει ότι μοιράζονται την ίδια κατάσταση ή πρόβλημα.)
"Llevar a alguien en la lancha."
Μετάφραση: «Να μεταφέρεις κάποιον στη βάρκα.» (Σημαίνει να βοηθάς κάποιον ή να τον υποστηρίζεις.)
"Caer de la lancha."
Η λέξη "lancha" προέρχεται από την καστιλιανή γλώσσα και πιθανώς έχει ρίζες σε γλώσσες που σχετίζονται με ναυτιλία και κωπηλασία, επηρεασμένες από άλλες γλώσσες που χρησιμοποιούν παραπλήσιες έννοιες, όπως η ιταλική "lancia."
Συνώνυμα: - Βάρκα (barco) - Σκάφος (nave)
Αντώνυμα: - Στεριά (tierra) - Ξηρά (terreno)