Το "languidecer" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "languidecer" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [laŋɡiˈðe̞θeɾ].
Η λέξη "languidecer" μεταφράζεται ως: - "ατονώ" - "χάνω τη ζωντάνια μου" - "γίνομαι αδύναμος"
Η λέξη "languidecer" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι γίνεται αδύναμος ή χάνει τη ζωντάνια του. Συχνά χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας σωματικής ή συναισθηματικής αδυναμίας. Είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
“Después de la enfermedad, comenzó a languidecer.”
(Μετά την αρρώστια, άρχισε να ατονεί.)
“El jardín comenzó a languidecer sin agua.”
(Ο κήπος άρχισε να χάνει τη ζωντάνια του χωρίς νερό.)
“Su ánimo languidecía con cada día que pasaba.”
(Η διάθεσή του ατονεί με κάθε μέρα που περνά.)
Η λέξη "languidecer" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να επικοινωνήσει καταστάσεις αδυναμίας ή έλλειψης ενέργειας.
“Languidecer en la rutina”
(Ατονώ στην καθημερινότητα.)
“El amor puede languidecer si no se alimenta.”
(Η αγάπη μπορεί να ατονήσει αν δεν τροφοδοτείται.)
“Las esperanzas languidecen cuando no hay acciones.”
(Οι ελπίδες ατονούν όταν δεν υπάρχουν δράσεις.)
“Languidecer por la falta de motivación es común en el trabajo.”
(Η αδυναμία λόγω έλλειψης κινήτρων είναι συνηθισμένη στη δουλειά.)
Η λέξη "languidecer" προέρχεται από το λατινικό "languidus", που σημαίνει "αδύναμος" ή "θαμπός", το οποίο συνδέεται με την έννοια του γήρανσης και της αδυναμίας.
Συνώνυμα: - "debilitar" (αδυνατίζω) - "desmayar" (λιποθυμώ)
Αντώνυμα: - "fortalecer" (ισχυροποιώ) - "animar" (ενθαρρύνω)