Το "lanzarse" είναι ρήμα.
[lanˈθarse] (ισπανική προφορά)
Το "lanzarse" σημαίνει κυριολεκτικά "να πηδηχτεί" ή "να ριχτεί" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να ρίχνεις τον εαυτό σου σε κάτι, είτε φυσικά (όπως σε μια πισίνα ή στον αέρα) είτε μεταφορικά (όπως στην αγορά ή σε μια νέα εμπειρία). Χρησιμοποιείται συχνά και στην καθημερινή γλώσσα. Η συχνότητά του είναι υψηλή και είναι κοινώς χρησιμοποιούμενο και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Decidió lanzarse al agua sin pensarlo dos veces.
(Αποφάσισε να πηδηχτεί στο νερό χωρίς να το σκεφτεί δύο φορές.)
Al final, se lanzó a emprender su propio negocio.
(Τελικά, ρίχτηκε να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση.)
¡No tengas miedo de lanzarte a nuevas experiencias!
(Μην φοβάσαι να ριχτείς σε νέες εμπειρίες!)
Το "lanzarse" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Siempre ha querido lanzarse a la aventura de viajar por el mundo.
(Πάντα ήθελε να ριχτεί στην περιπέτεια του να ταξιδεύει στον κόσμο.)
lanzarse a la piscina
(να πηδηχτεί στην πισίνα)
El niño se lanzó a la piscina sin temor.
(Το παιδί έπεσε στην πισίνα χωρίς φόβο.)
lanzarse con todo
(να ριχτεί με τα όλα)
Το "lanzarse" προέρχεται από το ρήμα "lanzar", που σημαίνει "ρίχνω" ή "να πετώ", με την προσθήκη της αντωνυμίας "se" για να υποδείξει την αλληλεπίδραση της πράξης με τον εαυτό.
Συνώνυμα: - arrojarse - tirarse
Αντώνυμα: - contenerse - abstenerse