Η λέξη "lapso" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈlapso/
Η λέξη "lapso" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια περίοδο κατά την οποία συμβαίνει κάτι ανεπιθύμητο ή υπάρχει μια παρέκκλιση από τη συνήθη διαδικασία ή το αναμενόμενο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως ο νόμος και η ιατρική, και έχει συνειρμούς με την έννοια του "διαστήματος" ή "διαλείμματος".
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "lapso" χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και η γραπτή χρήση τείνει να είναι πιο συχνή σε νομικά και ιατρικά κείμενα.
(Ο άνθρωπος υπέστη ένα λάθος μνήμης.)
El lapso de tiempo entre las reuniones es importante.
Η λέξη "lapso" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συμπεριφορές.
En un lapso temporal, muchas cosas pueden cambiar.
Lapso de juicio
Su actuación fue un lapso de juicio que no debió cometer.
Lapso cognitivo
Η λέξη "lapso" προέρχεται από τα λατινικά "lapsus", που σημαίνει "πτώση" ή "παρέκκλιση".
Συνώνυμα: - error (λάθος) - interrupción (διακοπή)
Αντώνυμα: - precisión (ακρίβεια) - continuidad (συνέχεια)