Το "largar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /laɾˈɡaɾ/
Η λέξη "largar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα με την έννοια της αποδέσμευσης ή της απελευθέρωσης κάτι ή κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές (προφορικές) συζητήσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή κυρίως στον προφορικό λόγο.
Voy a largar este proyecto porque no me interesa más.
(Θα παρατήσω αυτό το έργο γιατί δεν με ενδιαφέρει πια.)
Decidió largar a su pareja por sus constantes discusiones.
(Αποφάσισε να αφήσει τον σύντροφό του λόγω των συνεχών καβγάδων.)
Es mejor largar ese hábito malo antes que te perjudique.
(Είναι καλύτερο να αποδεσμευτείς από αυτή τη κακή συνήθεια πριν σε βλάψει.)
Η λέξη "largar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική:
A veces, es mejor largar la lengua que callar.
(Μερικές φορές, είναι καλύτερο να αφήνεις τη γλώσσα ελεύθερη παρά να σωπαίνεις.)
Largar a alguien (Να αφήνεις κάποιον):
No puedo largar a mi amigo en este momento.
(Δεν μπορώ να αφήσω τον φίλο μου αυτή τη στιγμή.)
Largar lo que uno siente (Να εκφράσεις αυτά που νιώθεις):
Η λέξη "largar" προέρχεται από την λατινική ρίζα "largare" που σημαίνει "να δώσεις ελεύθερα" ή "να αποδεσμεύσεις".
Συνώνυμα:
- dejar (να αφήσεις)
- soltar (να απελευθερώσεις)
- abandonar (να εγκαταλείψεις)
Αντώνυμα:
- retener (να κρατήσεις)
- sujetar (να κρατήσεις σταθερό)
- agarrar (να πιάσεις)