lasca (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "lasca" είναι ουσιαστικό το οποίο σημαίνει "κομμάτι" ή "κομμάτια".
Φωνητική μεταγραφή
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "lasca" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈlaska/.
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "lasca" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά στον γραπτό και προφορικό λόγο για να αναφερθεί σε ένα κομμάτι ή ένα μικρό τεμάχιο υλικού.
Παραδειγματικές Προτάσεις
- Recogimos una lasca de madera para encender la fogata. (Συλλέξαμε ένα κομμάτι ξύλου για να ανάψουμε τη φωτιά.)
- Necesito una lasca de papel para anotar la dirección. (Χρειάζομαι ένα κομμάτι χαρτί για να σημειώσω τη διεύθυνση.)
Ετυμολογία
Η λέξη "lasca" προέρχεται από το λατινικό "lascia", που σημαίνει "κομμάτι".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: fragmento, trozo, pedazo
- Αντώνυμα: todo, completo