lastimar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lastimar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "lastimar" είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [las.ti.'maɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

  1. πονάω
  2. βλάπτω
  3. βλάψω

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "lastimar" σημαίνει να προκαλέσει πόνο ή βλάβη σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε context που αναφέρεται σε φυσικό ή συναισθηματικό τραύμα. Στην ισπανική γλώσσα, είναι πιο συνήθως χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αν και έχει σημαντική χρήση και σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. No quiero lastimarte, por favor, ten cuidado.
    (Δεν θέλω να σε πληγώσω, σε παρακαλώ, πρόσεχε.)

  2. Ella se lastimó la pierna jugando fútbol.
    (Εκείνη έπαθε ζημιά στο πόδι παίζοντας ποδόσφαιρο.)

  3. Lastimarte no era mi intención, lo siento.
    (Η πρόθεσή μου δεν ήταν να σε πληγώσω, λυπάμαι.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "lastimar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Lastimarse a uno mismo.
    (Να πληγώσεις τον εαυτό σου.)
  2. Αυτό συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος βλάπτει τον εαυτό του σωματικά ή συναισθηματικά.

  3. No te lastimes.
    (Μην πληγώνεσαι.)

  4. Συχνά λέγεται σε κάποιον που περνάει δύσκολες στιγμές, σε προσπάθεια να τους υποστηρίξει.

  5. Lastimar la reputación de alguien.
    (Να βλάψεις τη φήμη κάποιου.)

  6. Αναφέρεται σε ενέργειες που μπορούν να βλάψουν την καλή εικόνα ή φήμη ενός ατόμου.

  7. Lastimar a alguien emocionalmente.
    (Να πληγώσεις κάποιον συναισθηματικά.)

  8. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει συναισθηματικούς πόνους που προκαλούνται από μία πράξη ή λόγια.

Ετυμολογία

Η λέξη "lastimar" προέρχεται από το λατινικό "lacerare," που σημαίνει να κόβεις ή να πληγώνεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - dañar (βλάπτω) - herir (πληγώνω)

Αντώνυμα: - cuidar (φροντίζω) - proteger (προστατεύω)



23-07-2024