Το "lastimar" είναι ένα ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [las.ti.'maɾ]
Η λέξη "lastimar" σημαίνει να προκαλέσει πόνο ή βλάβη σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε context που αναφέρεται σε φυσικό ή συναισθηματικό τραύμα. Στην ισπανική γλώσσα, είναι πιο συνήθως χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αν και έχει σημαντική χρήση και σε γραπτά κείμενα.
No quiero lastimarte, por favor, ten cuidado.
(Δεν θέλω να σε πληγώσω, σε παρακαλώ, πρόσεχε.)
Ella se lastimó la pierna jugando fútbol.
(Εκείνη έπαθε ζημιά στο πόδι παίζοντας ποδόσφαιρο.)
Lastimarte no era mi intención, lo siento.
(Η πρόθεσή μου δεν ήταν να σε πληγώσω, λυπάμαι.)
Το "lastimar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος βλάπτει τον εαυτό του σωματικά ή συναισθηματικά.
No te lastimes.
(Μην πληγώνεσαι.)
Συχνά λέγεται σε κάποιον που περνάει δύσκολες στιγμές, σε προσπάθεια να τους υποστηρίξει.
Lastimar la reputación de alguien.
(Να βλάψεις τη φήμη κάποιου.)
Αναφέρεται σε ενέργειες που μπορούν να βλάψουν την καλή εικόνα ή φήμη ενός ατόμου.
Lastimar a alguien emocionalmente.
(Να πληγώσεις κάποιον συναισθηματικά.)
Η λέξη "lastimar" προέρχεται από το λατινικό "lacerare," που σημαίνει να κόβεις ή να πληγώνεις.
Συνώνυμα: - dañar (βλάπτω) - herir (πληγώνω)
Αντώνυμα: - cuidar (φροντίζω) - proteger (προστατεύω)