Το "lastrar" είναι ρήμα.
/lasˈtɾaɾ/
Η λέξη "lastrar" αναφέρεται κυρίως στην ενέργεια του να φορτίζεις ή να βάζεις βάρος σε κάτι, συνήθως για να προσθέσεις σταθερότητα ή να ελέγξεις την κίνηση. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η ναυπηγική και οι μηχανές, αλλά και σε πιο γενικές καταστάσεις αναφέροντας την επιβάρυνση που μπορεί να έχει κάτι.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά μέτρια. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως σε τεχνικά ή ειδικά θέματα.
"Είναι σημαντικό να φορτίσετε το πλοίο ώστε να μην ανατραπεί στη θάλασσα."
"Necesitamos lastrar la carga para que pueda ser transportada sin problemas."
"Πρέπει να φορτώσουμε το φορτίο ώστε να μπορεί να μεταφερθεί χωρίς προβλήματα."
"Lastrar las decisiones personales puede llevar a una vida más equilibrada."
Η λέξη "lastrar" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια, κυρίως για να περιγράψει καταστάσεις όπου πρέπει να επιβληθούν περιορισμοί ή βάρη:
"Η επιβάρυνση των προσδοκιών μας μπορεί να μας βοηθήσει να μην απογοητευτούμε."
"A veces, es necesario lastrar las relaciones para que sean más saludables."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "lastrare" που σημαίνει "φορτίζω" ή "βαρύνω".
Συνώνυμα: - Cargar (φορτίζω) - Pesadez (βάρος)
Αντώνυμα: - Aligerar (ελαφρύνω) - Descartar (απορρίπτω)