Ο όρος "lastre" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [ˈlas.tɾe]
Η λέξη "lastre" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα βάρος ή μια μάζα που προστίθεται για να σταθεροποιήσει κάτι. Στη ναυτική γλώσσα αναφέρεται συχνά σε βάρη που τοποθετούνται σε ένα πλοίο για να βελτιωθεί η σταθερότητά του. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που λειτουργεί ως εμπόδιο ή φορτίο.
Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, η λέξη "lastre" χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται πιο συχνά σε τεχνικά ή ναυτικά συμφραζόμενα.
Το πλοίο χρειαζόταν περισσότερο βάρος για να μην ανατραπεί στη θάλασσα.
El lastre que llevamos en el camión es muy pesado.
Το φορτίο που έχουμε στο φορτηγό είναι πολύ βαρύ.
A veces, nuestras preocupaciones son un lastre que nos impide avanzar.
Η λέξη "lastre" εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πάντα πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε το βάρος των αποφάσεών μας.
Ser un lastre para alguien
Σημαίνει ότι κάποιος είναι βάρος ή εμπόδιο για κάποιον άλλο.
Δεν θέλω να είμαι βάρος για εσένα σε αυτό το έργο.
Deshacerse del lastre
Σημαίνει να απελευθερωθείς από περιττά βάρη ή προβλήματα.
Η λέξη "lastre" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "lastre", που αναφέρεται σε βάρος. Η χρήση της στον ναυτικό τομέα είναι χαρακτηριστική της ιστορίας της.