latente είναι ένα επίθετο.
[laˈtente]
Η λέξη latente χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κρυμμένο ή δεν είναι ακόμη φανερό. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά πλαίσια για να αναφερθεί σε ασθένειες ή καταστάσεις που δεν παρουσιάζουν άμεσα συμπτώματα αλλά είναι παρούσες και μπορεί να εκδηλωθούν αργότερα. Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στη γραπτή και προφορική γλώσσα, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στη γραπτή.
La enfermedad puede permanecer latente durante años.
Η ασθένεια μπορεί να παραμείνει λανθάνουσα για χρόνια.
Sus habilidades estaban latentes hasta que decidió estudiar.
Οι ικανότητές του ήταν κρυμμένες μέχρι που αποφάσισε να σπουδάσει.
El virus se encuentra en un estado latente en el cuerpo.
Ο ιός βρίσκεται σε λανθάνοντα κατάσταση στο σώμα.
Η λέξη latente μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την ύπαρξη κρυφών ή ανενεργών καταστάσεων:
Hay un talento latente en ella que necesita ser descubierto.
Υπάρχει ένα λανθάνον ταλέντο σε αυτήν που χρειάζεται να ανακαλυφθεί.
El problema latente solo se manifestará con el tiempo.
Το λανθάνον πρόβλημα θα εκδηλωθεί μόνο με τον χρόνο.
Sus sentimientos latentes fueron evidentes cuando la vio.
Τα λανθάνοντα συναισθήματά του έγιναν προφανή όταν την είδε.
La agresión latente puede conducir a conflictos mayores.
Η λανθάνουσα επιθετικότητα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερες συγκρούσεις.
Existen tensiones latentes entre los miembros del equipo.
Υπάρχουν λανθάνουσες εντάσεις μεταξύ των μελών της ομάδας.
Η λέξη latente προέρχεται από το λατινικό "latens", που σημαίνει «κρυμμένος» ή «λανθάνων».
Συνώνυμα: - oculto - implícito - disimulado
Αντώνυμα: - evidente - manifiesto - notorio