latigazo: Ουσιαστικό
/la.tiˈɣa.θo/ (στην ισπανική προφορά)
Η λέξη latigazo αναφέρεται σε ένα χτύπημα που προκαλείται από μια κίνηση με μαστίγιο ή άλλο παρόμοιο εργαλείο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει σωματικά χτυπήματα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει οδυνηρές καταστάσεις ή αρνητικές συνέπειες. Η λέξη είναι περισσότερη στην καθομιλουμένη, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
Το χτύπημα με το μαστίγιο του αλόγου τρόμαξε το παιδί.
Después del latigazo, la piel quedó marcada.
Η λέξη latigazo χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, κυρίως για να εκφράσει αντίκτυπο ή συνέπειες.
Έλαβα ένα χτύπημα από την κριτική.
El latigazo de la realidad me hizo cambiar de opinión.
Το χτύπημα της πραγματικότητας με έκανε να αλλάξω γνώμη.
Siento el latigazo de la culpa cada vez que lo recuerdo.
Η λέξη latigazo προέρχεται από τη ρίζα "latigo", που σημαίνει "μαστίγιο" στα ισπανικά. Προσθέτοντας το κατάληξη "-azo", το οποίο υποδηλώνει μεγάλο ή ισχυρό, σχηματίζεται η έννοια του ισχυρού χτυπήματος με το μαστίγιο.
Συνώνυμα: - Golpe (χτύπημα) - Latido (χτύπημα)
Αντώνυμα: - Abrazo (αγκαλιά) - Caricia (χαϊδεμα)