Laurel είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /lau̯ˈɾel/
Η λέξη laurel αναφέρεται κυρίως στο φυτό δάφνη, το οποίο είναι γνωστό για τα λευκά ή κίτρινα άνθη του και τα αρωματικά φύλλα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το φυτό που είναι συνδεδεμένο με νίκες και διακρίσεις, όπως ο κότινος στη αρχαία Ελλάδα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση στον γραπτό λόγο είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικές ή επιστημονικές αναφορές.
El laurel es una planta muy aromática.
(Η δάφνη είναι ένα πολύ αρωματικό φυτό.)
La corona de laurel se utilizaba para premiar a los vencedores en la antigua Grecia.
(Η κορώνα δάφνης χρησιμοποιούνταν για να βραβεύει τους νικητές στην αρχαία Ελλάδα.)
En la cocina, las hojas de laurel se añaden a los guisos para dar sabor.
(Στην κουζίνα, τα φύλλα δάφνης προστίθενται στα στιφάδο για γεύση.)
Η λέξη laurel συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Recolectar los laureles
(να μαζεύεις τα δάφνινα βραβεία - να απολαμβάνεις τις επιτυχίες σου)
Después de años de duro trabajo, finalmente pudo recolectar los laureles.
(Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά μπόρεσε να απολαύσει τις επιτυχίες του.)
Vivir en los laureles
(να ζω σε δάφνες - να ζω από παλιές επιτυχίες/να μην κάνω τίποτα)
No podemos vivir en los laureles; necesitamos seguir trabajando.
(Δεν μπορούμε να ζούμε από παλιές δάφνες; Πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε.)
Laurel y bayas
(δενες και αγριοκέρασα - αναφορές σε επιτυχίες και εμπειρίες)
En su discurso mencionó el laurel y bayas que había conseguido a lo largo de su carrera.
(Στην ομιλία του ανέφερε τις δάφνες και τις επιτυχίες που είχε πετύχει κατά τη διάρκεια της καριέρας του.)
Η λέξη laurel προέρχεται από το λατινικό laurus, το οποίο σημαίνει "δάφνη".
Συνώνυμα: - Dátil (σε ορισμένα συμφραζόμενα, αν και κυρίως referring to dates) - Follaje (φύλλα όσον αφορά τη φυτολογία)
Αντώνυμα: - No hay antónimos directos, ya que "laurel" se refiere a una planta específica.