laurel - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

laurel (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Laurel είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /lau̯ˈɾel/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη laurel αναφέρεται κυρίως στο φυτό δάφνη, το οποίο είναι γνωστό για τα λευκά ή κίτρινα άνθη του και τα αρωματικά φύλλα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το φυτό που είναι συνδεδεμένο με νίκες και διακρίσεις, όπως ο κότινος στη αρχαία Ελλάδα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση στον γραπτό λόγο είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικές ή επιστημονικές αναφορές.

Προτάσεις

  1. El laurel es una planta muy aromática.
    (Η δάφνη είναι ένα πολύ αρωματικό φυτό.)

  2. La corona de laurel se utilizaba para premiar a los vencedores en la antigua Grecia.
    (Η κορώνα δάφνης χρησιμοποιούνταν για να βραβεύει τους νικητές στην αρχαία Ελλάδα.)

  3. En la cocina, las hojas de laurel se añaden a los guisos para dar sabor.
    (Στην κουζίνα, τα φύλλα δάφνης προστίθενται στα στιφάδο για γεύση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη laurel συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις:

Ετυμολογία

Η λέξη laurel προέρχεται από το λατινικό laurus, το οποίο σημαίνει "δάφνη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dátil (σε ορισμένα συμφραζόμενα, αν και κυρίως referring to dates) - Follaje (φύλλα όσον αφορά τη φυτολογία)

Αντώνυμα: - No hay antónimos directos, ya que "laurel" se refiere a una planta específica.



22-07-2024