Λέξη: lava
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: [ˈla.βa]
Στα Ισπανικά, η λέξη "lava" αναφέρεται στο λιωμένο πετρώμα που προέρχεται από τη διάσπαση του μαγνησίου και του σιδήρου κατά τη διάρκεια ηφαιστειακής δραστηριότητας. Συνήθως, η λάβα εκλύεται από ηφαίστεια κατά την έκρηξή τους. Η χρήση της λέξης είναι κοινή στον τομέα της γεωλογίας και της ηφαιστειολογίας.
Η λέξη "lava" χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, αν και ίσως είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και γεωλογικά κείμενα.
La lava del volcán fluyó hacia el valle.
(Η λάβα του ηφαιστείου ρέει προς την κοιλάδα.)
Los geólogos estudiaron la composición de la lava.
(Οι γεωλόγοι μελέτησαν τη σύνθεση της λάβας.)
La lava puede alcanzar temperaturas extremadamente altas.
(Η λάβα μπορεί να φτάσει σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες.)
Η λέξη "lava" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε μεταφορικές φράσεις ή συζητήσεις για την ηφαιστειακή δραστηριότητα.
La lava avanza como un río de fuego.
(Η λάβα προχωρά σαν ποτάμι φωτιάς.)
Un flujo de lava puede arrasar todo a su paso.
(Ένα ρεύμα λάβας μπορεί να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του.)
El calor de la lava es insoportable a corta distancia.
(Η θερμότητα της λάβας είναι ανυπόφορη σε κοντινές αποστάσεις.)
Η λέξη "lava" προέρχεται από το λατινικό "labes", που σημαίνει "κατρακύλισμα" ή "ποταμός". Σημαντικό είναι ότι στη σύγχρονη Ισπανική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα την ηφαιστειακή λάβα.
Συνώνυμα: - Magma (αν και το magma αναφέρεται στο λιωμένο πέτρωμα πριν βγει στην επιφάνεια)
Αντώνυμα: - Ξηρό πέτρωμα (δεν υπάρχει άμεσο αντώνυμο που να σχετίζεται με το συγκεκριμένο πεδίο, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι το στερεό πέτρωμα είναι αντίθετο του λιωμένου).
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "lava" στο Ισπανικά, καλύπτοντας όλες τις απαιτούμενες πτυχές.