Λέξη: lavabo
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [laˈβaβo]
Η λέξη "lavabo" αναφέρεται συνήθως σε μία συσκευή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο χεριών και προσώπου, συνήθως σε μπάνια ή κουζίνες. Χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή και είναι συχνά πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο λόγω της τυπικής της φύσης.
En el baño hay un lavabo nuevo.
(Στο μπάνιο υπάρχει ένας καινούργιος νιπτήρας.)
Necesito un lavabo más grande para la cocina.
(Χρειάζομαι έναν μεγαλύτερο νιπτήρα για την κουζίνα.)
Η λέξη "lavabo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα κοινές.
"No es cuestión de lavarse las manos."
(Δεν είναι θέμα να ξεπλύνουμε τα χέρια μας.) - σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να αποποιούμαστε τις ευθύνες μας.
"Lavar el lavabo."
(Πλένω το νιπτήρα.) - αναφέρεται στο να καθαρίζουμε το χώρο ή τα τυχόν προβλήματα που έχουμε.
"Después de cada comida, lavo el lavabo."
(Μετά από κάθε γεύμα, πλένω το νιπτήρα.) - δείχνει συνήθεια για καθαριότητα.
Η λέξη "lavabo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lavare," που σημαίνει "να πλένω."
Συνώνυμα:
- fregadero (φρέγκadero, άλλο τύπο νιπτήρα που συνήθως χρησιμοποιείται στην κουζίνα)
Αντώνυμα:
- suciedad (βρωμιά) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση πριν από το πλύσιμο.
Η λέξη "lavabo" είναι ευρέως αναγνωρίσιμη και χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές, προφορική και γραπτή, αν και οι περιβάλλοντες παράγοντες της χρήσης μπορεί να επηρεάσουν την προτίμηση στη χρήση της.