Η λέξη "lavadora" είναι ουσιαστικό.
/la.βaˈðo.ɾa/
Η λέξη "lavadora" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο ρούχων. Είναι κοινή στη χρήση και εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε καθημερινές συνομιλίες, γνωστές συζητήσεις σχετικά με οικιακές εργασίες και σε μηχανές, καθώς οι άνθρωποι συνήθως αναφέρονται στο πλυντήριο ρούχων.
Tengo que lavar la ropa en la lavadora.
(Πρέπει να πλύνω τα ρούχα στο πλυντήριο.)
La lavadora es una herramienta muy útil en casa.
(Το πλυντήριο είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στο σπίτι.)
Η λέξη "lavadora" μπορεί να βρεθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"No hay como una lavadora que limpie bien."
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα πλυντήριο που να καθαρίζει καλά.)
"Me costó encontrar un lugar para la lavadora."
(Μου κόστισε να βρω ένα μέρος για το πλυντήριο.)
"Si no llega a estar la lavadora, no tengo ropa limpia."
(Αν δεν ήταν το πλυντήριο, δεν θα είχα καθαρά ρούχα.)
Η λέξη "lavadora" προέρχεται από το ρήμα "lavar", που σημαίνει «να πλένω», με την προσθήκη του υπαγωγικού παραγώγου "-ora", που δείχνει το εργαλείο ή τη μηχανή που εκτελεί μια δράση.
Αντίθετες έννοιες μπορεί να είναι δύσκολο να βρεθούν, καθώς είναι ένα συγκεκριμένο εργαλείο, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι: - Secadora (ξηραντήρας) είναι κάπως αντίθετο, καθώς η δράση του είναι η ξήρανση των ρούχων μετά το πλύσιμο.