Το "lavar" είναι ρήμα.
/laˈβaɾ/
Η λέξη "lavar" σημαίνει να καθαρίσεις κάτι χρησιμοποιώντας νερό ή άλλο υγρό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών και βρίσκει εφαρμογή σε διάφορους τομείς, όπως οικιακή χρήση, βιομηχανία και βιοτεχνία. Αρκετά συχνά, η λέξη χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Voy a lavar el coche este fin de semana.
(Θα πλύνω το αυτοκίνητο αυτό το σαββατοκύριακο.)
Ella necesita lavar la ropa antes de ir a la fiesta.
(Χρειάζεται να πλύνει τα ρούχα πριν πάει στην γιορτή.)
Η λέξη "lavar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συμπεριφορές.
Μεταφορικά σημαίνει να μιλήσουμε για τα προβλήματα της οικογένειας ή της σχέσης, να αποκαλύψουμε μυστικά.
Lavar las manos.
(Να πλύνουμε τα χέρια.)
Συμβολίζει την αποφυγή ευθυνών σε μια κατάσταση.
Lavarse las manos de algo.
(Να πλύνεις τα χέρια σου από κάτι.)
Η λέξη "lavar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "lavare", η οποία σημαίνει "να πλύνω".
Συνώνυμα: - limpiar (καθαρίζω) - asear (τακτοποιώ)
Αντώνυμα: - ensuciar (βρωμίζω) - manchar (λερώνω)