lavar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lavar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "lavar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/laˈβaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "lavar" σημαίνει να καθαρίσεις κάτι χρησιμοποιώντας νερό ή άλλο υγρό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών και βρίσκει εφαρμογή σε διάφορους τομείς, όπως οικιακή χρήση, βιομηχανία και βιοτεχνία. Αρκετά συχνά, η λέξη χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a lavar el coche este fin de semana.
    (Θα πλύνω το αυτοκίνητο αυτό το σαββατοκύριακο.)

  2. Ella necesita lavar la ropa antes de ir a la fiesta.
    (Χρειάζεται να πλύνει τα ρούχα πριν πάει στην γιορτή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "lavar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συμπεριφορές.

  1. Lavar los trapos sucios.
    (Να πλύνουμε τα βρώμικα πανιά.)
  2. Μεταφορικά σημαίνει να μιλήσουμε για τα προβλήματα της οικογένειας ή της σχέσης, να αποκαλύψουμε μυστικά.

  3. Lavar las manos.
    (Να πλύνουμε τα χέρια.)

  4. Συμβολίζει την αποφυγή ευθυνών σε μια κατάσταση.

  5. Lavarse las manos de algo.
    (Να πλύνεις τα χέρια σου από κάτι.)

  6. Σημαίνει να αποσυνδεθείς ή να πάψεις να είσαι υπεύθυνος για μια κατάσταση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "lavar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "lavare", η οποία σημαίνει "να πλύνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - limpiar (καθαρίζω) - asear (τακτοποιώ)

Αντώνυμα: - ensuciar (βρωμίζω) - manchar (λερώνω)



22-07-2024