Η φράση "lavar la cara" είναι ένα ρήμα που αποτελείται από το ρήμα "lavar" (να πλένω) και τη φράση "la cara" (το πρόσωπο).
/lαˈβаɾ lа ˈkaɾa/
Η φράση "lavar la cara" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την ενέργεια του πλυσίματος του προσώπου, είτε για λόγους καθαριότητας είτε στη μεταφορική έννοια του να "καθαρίσεις" ή να "βελτιώσεις" μια κατάσταση ή εικόνα. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις και η φράση είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Necesito lavar la cara antes de salir.
(Πρέπει να πλύνω το πρόσωπό μου πριν βγω.)
Η φράση "lavar la cara" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στις ισπανόφωνες χώρες:
Παραδείγμα: El gerente decidió lavar la cara a su equipo tras los últimos fracasos.
(Ο διευθυντής αποφάσισε να βοηθήσει την ομάδα του να βελτιώσει την εικόνα της μετά τις τελευταίες αποτυχίες.)
Lavar la cara de la ciudad
Η λέξη "lavar" προέρχεται από το λατινικό "lavare", το οποίο σημαίνει "να πλένω". Η λέξη "cara" προέρχεται από το λατινικό "facies", που σημαίνει "πρόσωπο".
Συνώνυμα: - limpiar la cara (καθαρίζω το πρόσωπο) - asear la cara (καθαρίζω το πρόσωπο)
Αντώνυμα: - ensuciar la cara (λερώνω το πρόσωπο) - ignorar la cara (αγνοώ το πρόσωπο)