Η λέξη "laxo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "laxo" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈlaxo/
Η λέξη "laxo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι χαλαρό, ελεύθερο ή λιγότερο αυστηρό. Στη γλώσσα των Ισπανικών, έχει συχνή χρήση και μπορεί να βρεθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα (π.χ., για να περιγράψει τον τόνο των μυών) καθώς και σε γενικότερα συμφραζόμενα, για να περιγράψει μια κατάσταση ή προσέγγιση που είναι λιγότερο αυστηρή ή αυστηρή.
El tejido es laxo y cómodo al tacto.
(Το ύφασμα είναι χαλαρό και άνετο στην αφή.)
Ellos tienen una política laxa sobre el uso de teléfonos en clase.
(Έχουν μια χαλαρή πολιτική σχετικά με την χρήση τηλεφώνων στην τάξη.)
Η λέξη "laxo" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές φράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της χαλάρωσης ή της ανεπιτήδευτης προσέγγισης.
Tener un enfoque laxo
(Να έχεις μια χαλαρή προσέγγιση.)
Οι δάσκαλοι πρέπει να tener un enfoque laxo para entender mejor a los estudiantes difíciles.
(Οι δάσκαλοι πρέπει να έχουν μια χαλαρή προσέγγιση για να κατανοήσουν καλύτερα τους δύσκολους μαθητές.)
Normas laxas
(Χαλαροί κανόνες.)
En la empresa, se siguen normas laxas que permiten más creatividad.
(Στην εταιρεία, τηρούνται χαλαροί κανόνες που επιτρέπουν περισσότερη δημιουργικότητα.)
Η λέξη "laxo" προέρχεται από τα Λατινικά "laxus", που σημαίνει "χαλαρός" ή "ελεύθερος".
Συνώνυμα:
- suelto (χαλαρός)
- amplio (ευρύς)
Αντώνυμα:
- estricto (αυστηρός)
- riguroso (αυστηρός, απαιτητικός)