Η λέξη leal είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης leal: [leˈal]
Η λέξη leal χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πιστός, αξιόπιστος και έντιμος, οργανώνοντας έτσι την εμπιστοσύνη στις σχέσεις ή στις υποχρεώσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται σε προφορική και γραπτή γλώσσα και η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε νομικά και ηθικά πλαίσια.
Es un amigo leal que siempre está a mi lado.
(Είναι ένας πιστός φίλος που πάντα είναι στο πλευρό μου.)
En los negocios, es importante tener asociados leales.
(Στις επιχειρήσεις, είναι σημαντικό να έχεις πιστούς συνεργάτες.)
Η λέξη leal χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι τόσο κοινές όσο άλλες λέξεις. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες χρήσεις:
Juan es un leal compañero de batalla.
(Ο Χουάν είναι ένας πιστός σύντροφος στη μάχη.)
Siempre es leal a sus principios.
(Πάντα είναι πιστός στις αρχές του.)
Un leal amigo no te dejará caer en los momentos difíciles.
(Ένας πιστός φίλος δεν θα σε αφήσει να πέσεις στις δύσκολες στιγμές.)
Η λέξη leal προέρχεται από το λατινικό legalis, που σημαίνει "νόμιμος" ή "τακτικός". Η σημασία της εξελίχθηκε για να περιλάβει τις έννοιες της πίστης και της αφοσίωσης.
Συνώνυμα: - fiel (πιστός) - constante (σταθερός)
Αντώνυμα: - infiel (άπιστος) - desleal (αθέμιτος)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης leal σύμφωνα με τον συνδυασμό λέξεων που παρέχεται.