Το "leasing" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "leasing" στα Ισπανικά είναι /ˈlising/.
Η λέξη "leasing" αναφέρεται σε μια μορφή μίσθωσης όπου ο μισθωτής έχει την δυνατότητα να χρησιμοποιεί ένα περιουσιακό στοιχείο (όπως αυτοκίνητο ή μηχανή) για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πληρώνοντας περιοδικές δόσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στη χρηματοδότηση και στον τομέα των επιχειρήσεων. Στην Ισπανική γλώσσα, είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ενδεχομένως να είναι πιο συχνή σε επιχειρηματικά και οικονομικά συμφραζόμενα.
"El leasing de coches es muy popular en España."
(Η μίσθωση αυτοκινήτων είναι πολύ δημοφιλής στην Ισπανία.)
"Muchas empresas optan por el leasing en lugar de comprar maquinaria."
(Πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν τη μίσθωση αντί να αγοράσουν μηχανήματα.)
"El leasing financiero permite conservar el capital."
(Η χρηματοδοτική μίσθωση επιτρέπει την διατήρηση του κεφαλαίου.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "leasing" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται κυρίως με τον τομέα της χρηματοδότησης και των οικονομικών.
Συχνά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις σχετικά με την αγορά αυτοκινήτων.
"El leasing operativo es una excelente opción para las empresas."
(Η λειτουργική μίσθωση είναι μια εξαιρετική επιλογή για τις επιχειρήσεις.)
Αναφέρεται στις επιχειρήσεις που επιλέγουν μίσθωση για λειτουργικά αγαθά.
"Con leasing puedes acceder a tecnología sin un gran desembolso inicial."
(Με μίσθωση μπορείς να αποκτήσεις τεχνολογία χωρίς μεγάλο αρχικό κόστος.)
Χρησιμοποιείται για την αναφορά στην πρόσβαση σε νέο εξοπλισμό ή τεχνολογία.
"El contrato de leasing incluye mantenimiento y seguros."
(Το συμβόλαιο μίσθωσης περιλαμβάνει συντήρηση και ασφάλιση.)
Η λέξη "leasing" προέρχεται από την αγγλική λέξη "lease," που σημαίνει "να νοικιάσεις" ή "να μισθώσεις". Η ενσωμάτωσή της στην ισπανική γλώσσα οφείλεται στην διεθνοποίηση των οικονομικών όρων και της χρηματοδότησης.
Συνώνυμα: - Mismodato - Alquiler (μίσθωση με την έννοια της ενοικίασης)
Αντώνυμα: - Compra (αγορά) - Propiedad (ιδιοκτησία)