Η λέξη "lectura" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [lekˈtuɾa]
Η λέξη "lectura" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει την πράξη της ανάγνωσης ή το κείμενο που διαβάζεται (ανάγνωσμα). Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η εκπαίδευση, η λογοτεχνία, και τα ΜΜΕ. Στην καθημερινή χρήση, η λέξη τείνει να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που εξαρτάται από το πλαίσιο.
Η ανάγνωση για σήμερα είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Siempre tengo un libro para mi lectura nocturna.
Η λέξη "lectura" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι συγκεντρωμένος στην ανάγνωση.)
Hacer una lectura crítica.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάλυση ενός κειμένου.)
Lectura obligatoria.
(Αναφέρεται σε κείμενα που πρέπει να διαβαστούν, συχνά σε εκπαιδευτικό περιβάλλον.)
La lectura de las líneas de la mano.
Η λέξη "lectura" προέρχεται από το λατινικό "lectura", το οποίο σημαίνει "ανάγνωση", που προέρχεται από το ρήμα "legere", το οποίο σημαίνει "να διαβάζεις".
Συνώνυμα:
- lectura (ανάγνωση)
- lectura obligatoria (υποχρεωτική ανάγνωση)
Αντώνυμα:
- ignorancia (άγνοια)
- desinterés (αδιαφορία)