Η λέξη "legado" είναι ουσιαστικό.
/leˈɣaðo/
Η λέξη "legado" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κληρονομιά - κληροδότημα
Η λέξη "legado" αναφέρεται σε κάτι που παραδίδεται ή αφήνεται σε κάποιον μετά τον θάνατο, συχνά σε νομικό ή οικονομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται στον τομέα του δικαίου, για να περιγράψει περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που μεταβιβάζονται από τον αποθανόντα σε τους κληρονόμους ή άλλους αποδέκτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς πρόκειται για έναν κοινόχρηστο όρο στη νομική και πολιτιστική συζήτηση.
El legado de su abuelo se distribuyó entre todos los nietos.
(Η κληρονομιά του παππού του διανεμήθηκε σε όλα τα εγγόνια.)
El legado cultural de esta región es muy rico y diverso.
(Η πολιτιστική κληρονομιά αυτής της περιοχής είναι πολύ πλούσια και ποικιλόμορφη.)
El testamento estableció claramente cómo se debía gestionar el legado.
(Η διαθήκη προσδιόρισε σαφώς πώς θα έπρεπε να διαχειριστούν την κληρονομιά.)
Η λέξη "legado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που υπογραμμίζουν την πολιτιστική ή ηθική κληρονομιά.
El legado que nos dejó es un ejemplo a seguir.
(Η κληρονομιά που μας άφησε είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση.)
Su legado perdurará a través de las generaciones.
(Η κληρονομιά του θα διαρκεί μέσα στους αιώνες.)
Es importante valorar el legado histórico de nuestro país.
(Είναι σημαντικό να εκτιμούμε την ιστορική κληρονομιά της χώρας μας.)
El legado artístico de esa época sigue influyendo en los artistas actuales.
(Η καλλιτεχνική κληρονομιά αυτής της εποχής συνεχίζει να επηρεάζει τους σύγχρονους καλλιτέχνες.)
La lucha por los derechos humanos es un legado que debemos honrar.
(Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια κληρονομιά που πρέπει να τιμούμε.)
Η λέξη "legado" προέρχεται από το λατινικό "legatum," που σημαίνει "αυτό που έχει παραδοθεί." Σημαίνει επίσης "κληρονομιά" και διατηρεί αυτή τη σημασία στην Ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - herencia (κληρονομιά) - patrimonio (πατρικό, κληρονομιά)
Αντώνυμα: - desheredación (αφαίρεση κληρονομιάς) - pérdida (απώλεια)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα γύρω από τη λέξη "legado" και τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.