Η λέξη "legajo" είναι όνομα ( sustantivo ).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [leˈxa.xo]
Η λέξη "legajo" αναφέρεται συνήθως σε ένα σύνολο εγγράφων ή αρχείων που είναι συνδεδεμένα ή οργανωμένα μαζί, και χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της γραφειοκρατίας και του νόμου. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επίσημες διαδικασίες, λιγότερο σε προφορικό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης του "legajo" είναι υψηλή σε νομικά και γραφειοκρατικά πλαίσια, και μπορεί να συναντηθεί σε νομικές διαδικασίες, όπως οι δικογραφίες.
El abogado presentó el legajo ante el juez.
(Ο δικηγόρος παρουσίασε τον φάκελο ενώπιον του δικαστή.)
Necesito revisar el legajo de documentos antes de la reunión.
(Πρέπει να ελέγξω το αρχείο εγγράφων πριν από τη συνάντηση.)
Η λέξη "legajo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανόφωνο περιβάλλον που σχετίζονται με τη διαδικασία και την οργάνωση δεδομένων.
Tener un legajo en regla
(Έχω έναν φάκελο σε τάξη)
Σημαίνει ότι τα έγγραφα είναι οργανωμένα και κατάλληλα για παρουσίαση ή έλεγχο.
Pudrirse en el legajo
(Σημαίνει "να σαπίσει στον φάκελο")
Χρησιμοποιείται όταν κάτι έχει εγκαταλειφθεί ή ξεχαστεί χωρίς δράση.
Ahorrar en el legajo
(Να εξοικονομήσεις στον φάκελο)
Αναφέρεται στη διαδικασία εξοικονόμησης εγγράφων ή πληροφοριών που μπορεί να είναι χρήσιμες στο μέλλον.
Η λέξη "legajo" προέρχεται από το λατινικό "legāre", το οποίο σημαίνει "να συνδέω" ή "να τοποθετώ". Η έννοια συνδέεται με τη διαχείριση εγγράφων και την οργάνωση πληροφοριών.
Συνώνυμα: - Archivo - Carpeta - Dossier
Αντώνυμα: - Desorganización (Διαταραχή) - Caos (Χάος)