legal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

legal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "legal" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "legal" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [ˈle.ɣal].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "legal" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - νομικός - νόμιμος

Σημασία και χρήση

Η λέξη "legal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τον νόμο ή τη νομοθεσία. Είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα των νομικών και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και σε νομικά ή επαγγελματικά έγγραφα θα συναντηθεί πιο συχνά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El contrato tiene ciertas cláusulas legales.
  2. Το συμβόλαιο έχει συγκεκριμένες νομικές ρήτρες.

  3. Es importante entender las implicaciones legales de tus decisiones.

  4. Είναι σημαντικό να κατανοήσεις τις νομικές επιπτώσεις των αποφάσεών σου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "legal" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Legalmente hablando, no hay mucho que se pueda hacer.
  2. Νoμικά μιλώντας, δεν υπάρχει πολλά που μπορεί να γίνει.

  3. Es un asunto legal complicado.

  4. Είναι ένα περίπλοκο νομικό ζήτημα.

  5. Consulte a un abogado si tiene dudas legales.

  6. Συμβουλευτείτε έναν δικηγόρο αν έχετε νομικές αμφιβολίες.

  7. La acción fue declarada legal por la corte.

  8. Η ενέργεια κηρύχθηκε νόμιμη από το δικαστήριο.

Ετυμολογία

Η λέξη "legal" προέρχεται από τα Λατινικά "legalis", που σημαίνει "σύμφωνο με τον νόμο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Jurídico - Licito

Αντώνυμα: - Ilegal - Inconstitucional

Η εξουσία του νομικού συστήματος και η χρήση της λέξης "legal" είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της έννοιας του δικαίου και της νομιμότητας.



22-07-2024