Ρήμα
/leɣaliˈθaɾ/ (ισπανικά, Ισπανία)
/leɡaˈliθaɾ/ (ισπανικά, Λατινική Αμερική)
Η λέξη "legalizar" στα ισπανικά σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία κάτι αποκτά νομικό καθεστώς ή αναγνωρίζεται νομικά, συνήθως σε σχέση με νόμους και κανονισμούς. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς του δικαίου και της πολιτικής για να περιγράψει την ενέργεια της νομιμοποίησης μιας δραστηριότητας ή αντικειμένου που πριν ήταν παράνομο ή αδήλωτο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα (νόμους, υπογραφές συμβολαίων), αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικές με το δίκαιο και τις πολιτικές.
El gobierno decidió legalizar la marihuana para usos medicinales.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να νομιμοποιήσει την κάνναβη για ιατρική χρήση.)
Es importante legalizar todos los contratos para evitar conflictos legales.
(Είναι σημαντικό να επικυρώνεται κάθε σύμβαση για να αποφεύγονται νομικές συγκρούσεις.)
Para que el producto sea comercializado, debe ser legalizado primero.
(Για να μπορέσει το προϊόν να πωληθεί, πρέπει πρώτα να νομιμοποιηθεί.)
Η λέξη "legalizar" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Αυτό σημαίνει να γίνει μια σχέση επίσημη ή να αναγνωρίζεται δημόσια.
Legalizar la situación
(Νομιμοποιώ την κατάσταση)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια να δοθεί νομική υπόσταση σε μια αμφιλεγόμενη ή ασαφή κατάσταση.
Legalizar lo ilegal
(Νομιμοποιώ το παράνομο)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κινήσεις ή προτάσεις που στοχεύουν να νομιμοποιήσουν πράξεις ή συμπεριφορές που θεωρούνται παράνομες.
Vamos a legalizar nuestro acuerdo.
(Ας νομιμοποιήσουμε τη συμφωνία μας.)
Η λέξη "legalizar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "legalis", που σημαίνει "νόμιμος", και το επίθημα "-izar", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ρήματα που δηλώνουν την πράξη του να καθιστά κάτι νόμιμο ή αποτελεσματικό.
Συνώνυμα: - Autenticar (Επικυρώνω) - Certificar (Πιστοποιώ)
Αντώνυμα: - Illegalizar (Καθιστώ παράνομο) - Prohibir (Απαγορεύω)