Η λέξη "legalmente" είναι εις επιρρηματική μορφή.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "legalmente" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /leɣalˈmente/
Η λέξη "legalmente" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "νομικά" ή "νομίμως".
Η λέξη "legalmente" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που γίνεται σύμφωνα με το νόμο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά κείμενα και διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικές συμβάσεις, έγγραφα και νομικές αποφάσεις.
"Los documentos fueron firmados legalmente."
"Τα έγγραφα υπογράφηκαν νομικά."
"Es importante actuar legalmente para evitar problemas."
"Είναι σημαντικό να ενεργούμε νομικά για να αποφεύγουμε προβλήματα."
"El contrato es válido legalmente."
"Η σύμβαση είναι έγκυρη νομικά."
Η λέξη "legalmente" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη νομική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:
Χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια νομική άποψη ή διάσταση.
"Actuar legalmente"
"Να ενεργείς νομικά."
Αναφέρεται στη δράση που συμμορφώνεται με τους νόμους.
"Reconocer legalmente"
"Να αναγνωρίζεις νομικά."
Χρησιμοποιείται όταν γίνεται αναγνώριση μιας νομικής κατάστασης.
"Defender legalmente"
"Να υπερασπιστείς νομικά."
Σημαίνει να παρέχεις νομική υπεράσπιση σε κάποιον.
"Firmeza legalmente"
"Νομική σταθερότητα."
Η λέξη "legalmente" προέρχεται από το ιταλικό "legale", το οποίο σημαίνει "νομικός", σε συνδυασμό με την επιρρηματική κατάληξη "-mente" που δείχνει την επίδραση ή τον τρόπο.
Συνώνυμα: - Jurídicamente (νομικά) - Lícitamente (νόμιμα)
Αντώνυμα: - Ilegalmente (παράνομα) - Ilícitamente (παράνομα)