Ρήμα
[leˈɡaɾ]
Η λέξη "legar" στα ισπανικά σημαίνει "κληροδοτώ" ή "κληρονομώ", δηλαδή την πράξη της μετάδοσης περιουσίας ή δικαιωμάτων σε κάποιον άλλο, συνήθως μέσω διαθήκης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικογενειακά συμφραζόμενα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στα γραπτά κείμενα, αλλά απαντάται και στον προφορικό λόγο.
El abuelo decidió legar su fortuna a sus nietos.
(Ο παππούς αποφάσισε να κληροδοτήσει την περιουσία του στα εγγόνια του.)
Es importante legar valores a las futuras generaciones.
(Είναι σημαντικό να κληροδοτήσουμε αξίες στις μελλοντικές γενιές.)
La tía le legó su colección de arte.
(Η θεία του κληροδότησε τη συλλογή τέχνης της.)
Η λέξη "legar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ejemplo: "Es nuestro deber legar a nuestros hijos una educación de calidad."
(Είναι καθήκον μας να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας μια ποιοτική εκπαίδευση.)
Legar un legado
(Να κληροδοτήσεις μια κληρονομιά)
Ejemplo: "El líder desea legar un legado de paz."
(Ο ηγέτης επιθυμεί να κληροδοτήσει μια κληρονομιά ειρήνης.)
Legar a la historia
(Να κληροδοτήσεις στην ιστορία)
Η λέξη "legar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "legare", το οποίο σημαίνει "να στέλνεις" ή "να αναθέτεις".
Συνώνυμα: - transmitir (μεταδίδω) - heredar (κληρονομώ)
Αντώνυμα: - desheredar (απαλλάσσω από την κληρονομιά) - negar (αρνούμαι)