Η λέξη "legislador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /le.xis.laˈðor/
Η λέξη "legislador" αναφέρεται σε έναν άτομο ή φορέα που έχει την εξουσία να συντάσσει, να τροποποιεί ή να ψηφίζει νόμους. Στο πλαίσιο της νομοθεσίας, οι νομοθέτες είναι συνήθως αναγκαίοι για την ανάπτυξη του νομικού πλαισίου μιας χώρας ή μιας πολιτείας. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της πολιτικής και του δικαίου. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί στον προφορικό λόγο σε πολιτικές συζητήσεις ή debates.
Ο νομοθέτης πρότεινε έναν νέο νόμο που ωφελεί τους εργαζόμενους.
Muchos ciudadanos confían en el legislador para que represente sus intereses.
Πολλοί πολίτες εμπιστεύονται τον νομοθέτη να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους.
El papel del legislador es crucial para el desarrollo de la sociedad.
Η λέξη "legislador" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις στη γλώσσα των Ισπανικών.
Ένας νομοθέτης πρέπει να ακούει τη φωνή του λαού.
Los legisladores se reunieron para debatir la reforma.
Οι νομοθέτες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν την μεταρρύθμιση.
La responsabilidad de un legislador no es solo hacer leyes, sino también interpretarlas.
Η ευθύνη ενός νομοθέτη δεν είναι μόνο να κάνει νόμους, αλλά και να τους ερμηνεύει.
Un buen legislador sabe cuándo ceder y cuándo ser firme.
Ένας καλός νομοθέτης ξέρει πότε να υποχωρεί και πότε να είναι σίγουρος.
La ética de un legislador es fundamental para la confianza pública.
Η ηθική ενός νομοθέτη είναι θεμελιώδης για την δημόσια εμπιστοσύνη.
Los legisladores deben trabajar en conjunto para lograr un consenso.
Η λέξη "legislador" προέρχεται από το λατινικό "legis lator", όπου "lex" σημαίνει νόμος και "lator" σημαίνει αυτός που φέρνει ή προτείνει.