Η λέξη "legislatura" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή της λέξης "legislatura" είναι: [le.xis.laˈtu.ɾa].
Η "legislatura" αναφέρεται σε μια περίοδο κατά την οποία μια κυβέρνηση ή νομοθετικό σώμα είναι σε θέση να ψηφίσει ή να θεσπίσει νόμους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η περίοδος διαρκεί συγκεκριμένο αριθμό ετών και περιλαμβάνει ένα σύνολο συνεδριάσεων κατά τις οποίες γίνονται οι συζητήσεις και οι ψηφοφορίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στο πολιτικό και νομικό πεδίο.
Η συχνότητα χρήσης της "legislatura" είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
La legislatura actual ha aprobado muchas reformas.
(Η τρέχουσα νομοθετική περίοδος έχει εγκρίνει πολλές μεταρρυθμίσεις.)
Durante la legislatura pasada, se implementaron importantes leyes.
(Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νομοθετικής περιόδου, υλοποιήθηκαν σημαντικοί νόμοι.)
Los ciudadanos pueden decidir quién los representará en la próxima legislatura.
(Οι πολίτες μπορούν να αποφασίσουν ποιος θα τους εκπροσωπήσει στην επόμενη νομοθετική περίοδο.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "legislatura" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με την πολιτική. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
La legislatura de emergencia fue necesaria debido a la crisis.
(Η έκτακτη νομοθετική περίοδος ήταν αναγκαία λόγω της κρίσης.)
Existen limitaciones para cambiar leyes durante una legislatura.
(Υπάρχουν περιορισμοί για την τροποποίηση νόμων κατά τη διάρκεια μιας νομοθετικής περιόδου.)
Los proyectos de ley son discutidos en cada legislatura.
(Τα νομοσχέδια συζητούνται σε κάθε νομοθετική περίοδο.)
Deben respetarse los plazos establecidos en la legislatura.
(Πρέπει να τηρηθούν οι προθεσμίες που έχουν καθοριστεί στην νομοθετική περίοδο.)
La legislatura vigente tiene la responsabilidad de crear nuevas leyes.
(Η τρέχουσα νομοθετική περίοδος έχει την ευθύνη να δημιουργήσει νέους νόμους.)
Η λέξη "legislatura" προέρχεται από το λατινικό "legislatūra", που σημαίνει "αντίδραση προς τον νόμο". Το μέρος "legis" προέρχεται από την λέξη "lex" που σημαίνει "νόμος", ενώ το "latura" συνδέεται με την έννοια της νομοθεσίας.
Συνώνυμα: - Congreso (κονγκρέσο) - Parlamento (κοινοβούλιο)
Αντώνυμα: - Deslegislación (κατάργηση νομοθεσίας) - Inacción (παθητικότητα)